- αδιαπέραστος
- -η, -οαυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαπεράσει: Το δάσος είναι τόσο πυκνό, ώστε καταντά αδιαπέραστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαπέραστος — η, ο [διαπερνώ] 1. αυτός που δεν τόν διαπέρασε ή δεν μπορεί να τόν διαπεράσει κανείς, αδιάβατος 2. αδιάτρητος 3. στεγανός 4. (για το σκοτάδι) πολύ πυκνός· … Dictionary of Greek
αδιάβροχος — η, ο (Α ἀδιάβροχος, ον) αυτός που δεν μπορεί να τόν διαπεράσει το νερό νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδιάβροχο πανωφόρι από ύφασμα που έχει υποστεί αδιαβροχοποίηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διάβροχος το ουσιαστ. αδιάβροχο αποτελεί μεταφραστικό… … Dictionary of Greek
αδιάτρητος — η, ο [διατιτραίνω] αυτός που δεν διατρυπήθηκε ή δεν μπορεί να τόν διατρυπήσει κανείς, αδιατρύπητος, αδιαπέραστος … Dictionary of Greek
αδιαπέρατος — η, ο ο αδιαπέραστος* … Dictionary of Greek
αδιαπόρευτος — η, ο (Α ἀδιαπόρευτος, ον) [διαπορεύω] αδιαπέραστος, αδιάβατος … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
ερμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διδασκαλία Ερμή τού Τρισμεγίοτου («ερμητικά συγγράμματα») 2. αυτός που συγκολλήθηκε ύστερα από μετατροπή μετάλλου, ο αδιαπέραστος, ο στεγανός. επίρρ... ερμητικώς και ά 1. αδιαπέραστα, στεγανά 2. κατά την… … Dictionary of Greek
ηχομονωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στην ηχομόνωση 2. φυσ. φρ. «ηχομονωτικά υλικά» ή απλώς «ηχομονωτικά» υλικά που παρουσιάζουν την ιδιότητα τής απορροφητικότητας τού ήχου και χρησιμοποιούνται για την επένδυση τοίχων σε αίθουσες που… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek